- ακάθαρτος
- impur
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ἀκάθαρτος — uncleansed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακάθαρτος — η, ο (Α ἀκάθαρτος, ον) 1. αυτός που δεν είναι καθαρός, ο βρόμικος, ο λερωμένος 2. (για τον αέρα) ο μολυσμένος 3. ακάθαρτος στην ψυχή, διεφθαρμένος 4. αυτός που δεν έχει καθαρθεί, δεν έχει εξαγνιστεί 5. (για υγρά ή στερεά) εκείνος που περιέχει… … Dictionary of Greek
ακάθαρτος — η, ο 1. βρόμικος, ρυπαρός: Η πετσέτα είναι ακάθαρτη. 2. αυτός που δεν είναι αγνός, καθαρός: Ήταν ψυχή πονηρή κι ακάθαρτη. 3. αυτός που δεν απαλλάχτηκε από τις ξένες ουσίες που έχει: Το πετρέλαιο έρχεται στα διυλιστήρια ακάθαρτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκαθαρτότερον — ἀκάθαρτος uncleansed adverbial comp ἀκάθαρτος uncleansed masc acc comp sg ἀκάθαρτος uncleansed neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαθαρτότατα — ἀκάθαρτος uncleansed adverbial superl ἀκάθαρτος uncleansed neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαθαρτότατον — ἀκάθαρτος uncleansed masc acc superl sg ἀκάθαρτος uncleansed neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαθάρτως — ἀκάθαρτος uncleansed adverbial ἀκάθαρτος uncleansed masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκάθαρτον — ἀκάθαρτος uncleansed masc/fem acc sg ἀκάθαρτος uncleansed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαθαρτότερα — ἀκάθαρτος uncleansed neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαθαρτότεραι — ἀκάθαρτος uncleansed fem nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαθαρτότεροι — ἀκάθαρτος uncleansed masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)